- σεστέρτιος
- ὁ, Αβλ. σηστέρτιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σηστέρτιος — και σεστέρτιος, ο, ΝΑ φρ. «σηστέρτιος νόμος» και «σηστέρτιος νοῡμμος» αρχαιολ. ρωμαϊκό νόμισμα, το ένα τέταρτο τού δηναρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sestertius < semis «μισός» + tertius «τρίτος»] … Dictionary of Greek